Ειδικά στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, λίγο πριν αλλά και μετά τα μνημόνια (2010-2015), η φυγή κεφαλαίων ήταν καθεστώς λόγω του πανικού των φορολογουμένων-ακόμα και υπουργών- και οδήγησε το 2015 και στην επιβολή των capital controls.
Εκτός από το άνοιγμα λογαριασμών και τους αναδρομικοί ελέγχου στις ελληνικές τράπεζες, το υπουργείο Οικονομικών και οι εισαγγελικές αρχές στοχοποίησαν και τις καταθέσει προς το εξωτερικό. Μάλιστα σχηματίστηκαν και CD με λίστε5 50.000 εμβασματούχων του εξωτερικού, στους οποίουs οι ελεγκτικές αρχές επέβαλαν βαριά πρόστιμα θεωρώντας τις καταθέσει σε ξένη τράπεζα αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Νόμιμα τα εμβάσματα
Με τη νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατεί (435/2017 Β’ Τμήμα ΣτΕ) αυτά αλλάζουν. Οκτώ χρόνια μετά, το ΣτΕ έκρινε ότι «η μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου (στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος) σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του».
Ξεκάθαρα δηλαδή η απόφαση αυτή, όπως είναι διατυπωμένη, απαλλάσσει όσους πήραν τα λεφτά τους από έναν λογαριασμό που είχαν στο όνομά τους σε ελληνική τράπεζα και τα μετέφεραν σε δικό τους λογαριασμό (πάλι στο όνομά τους) σε ξένη τράπεζα.
Ωστόσο αφορά συγκεκριμένη προσφυγή όπου ο ελεγχόμενος δεν έχει άλλους συνδικαιούχους των χρημάτων του και, από την διατύπωσή της, φαίνεται να μην καλύπτει, καταρχήν, τους έγγαμοί με κοινό λογαριασμό. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στη μεταφορά για λογαριασμό της επιχείρησής του καταθέτη στο εξωτερικό, ανακύπτουν συχνά προβλήματα με τους ελέγχουs, τα οποία δεν βρίσκουν λύση με τη διατύπωση αυτή.
Ασπίδα οι καταθέσεις περασμένων ετών
Επιπλέον, το ΣτΕ κρίνει με την ίδια απόφαση και το πως πρέπει να υπολογίζονται οι φόροι και τα πρόστιμα για ένα ποσό που ο φορολογώ έλεγχος αντιμετωπίζει cos μαύρο χρήμα.
Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, στην περίπτωση διαπίστωσή αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας, «το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε το έμβασμα και λογίζεται ωs φορολογητέο εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού φορολογείται ως εισόδημα της χρήσης /διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία (προκύπτει ότι) εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού».
Συνεπώς, δεν έχει σημασία πότε έγινε και εντοπίστηκε ένα τέτοιο έμβασμα, αλλά κρίσιμος είναι «ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή, σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο (προκύπτει ότι) επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του».
Με άλλα λόγια, αν προϋπήρχαν χρήματα παρελθόντων ετών στους λογαριασμούς, προτού φύγει το έμβασμα από τη χώρα, πρέπει οι ελεγκτές να διαπιστώσουν πότε έγιναν οι καταθέσεις και αν ήταν αδήλωτο μαύρο χρήμα τη στιγμή που έμπαιναν στην τράπεζα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο φορολογούμενος που προσέφυγε στα δικαστήρια κατά των προστίμων που δέχτηκε από την Εφορία «είχε κατ’ ουσία αμφισβητήσει ότι η επίμαχη προσαύξηση της περιουσίας του έλαβε χώρα το 20W, δεδομένου ότι με την προσφυγή του προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη διαφορά εισοδήματος που προσδιορίστηκε σε βάρος του για το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2θΐθ) προέκυπτε από εισοδήματα (και) των ετών/χρήσεων2008και200% καθώς και από πώληση ακινήτου το 2008».
Όλα αυτά τα στοιχεία δεν τα είχε λάβει υπόψη του ο φορολογία έλεγχος, που θεώρησε ολόκληρο το έμβασμα του 2010, ως αδικαιολόγητη προσαύξηση.
Στον ελεγχόμενο το βάρος της απόδειξης
Την ίδια στιγμή, η ίδια απόφαση επικυρώνει ότι είναι νόμιμη η μετάθεση του βάρου5 από τη φορολογική αρχή στον ελεγχόμενο να αποδείξει ο τελευταίος και να πείσει ότι τα χρήματά του είναι νόμιμα και φορολογημένα. Το ΣτΕ ορίζει ότι «σε υπόθεση όπως η κρινόμενη ο ελεγχόμενος φορολογούμενος έχει το βάρος να δικαιολογήσει την περιουσιακή κατάστασή του που προκύπτει από την ύπαρξη μεγάλου ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό του».
Πηγή του κακού θεωρείται το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν.3888 του 2010, με βάση το οποίο ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης της αιτίας ή της πηγής προσαύξησης της περιουσίας του, και όχι η ελεγκτική υπηρεσία να την αιτιολογήσει.
Στην προσφυγή του ο φορολογούμενος υποστήριξε ότι κακώς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε νόμιμη τη διαπίστωση της Εφορίας για προσαύξηση της περιουσίας του με βάση την τραπεζική κατάθεση (έμβασμα), επειδή αυτή πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του επίμαχου νόμου 3888 (30/9/2010).
Το Β’ Τμήμα του ΣτΕ όμως επικαλείται παλαιότερη απόφασή του (884/2016) με την οποία, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α) Ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του.
(β) Κατ’ ακολουθία, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, καταρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή.
(γ) Αντίστοιχη πρόβλεψη και υποχρέωση υπήρχε και από τον παλαιό Κώδικα Φορολογώ Εισοδήματο5 (Ν .2238/1994· ΚΦΕ).
(δ) Η αποκάλυψη της πηγής του εισοδήματος του από τον ελεγχόμενο στη φορολογική αρχή δεν θεωρείται ότι παραβιάζει κάποιο «ευαίσθητο» ή, γενικότερα, «χρήζον αυξημένης προστασίας προσωπικό δεδομένο».
Και ναι μεν μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αναταχθεί, εν άλω ή εν μέρει, στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του να αποκαλύψει κατά τον έλεγχο την πηγή προσαύξησης της περιουσίας του επικαλούμενης κάποιο υπέρτερο δικαίωμά του, όπως, ιδίως, το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησής του, αλλά και έτσι ακόμα η άρνηση ή παράλειψη αυτή του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες (ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του) δίνει το δικαίωμα και δεν εμποδίζει τη φορολογική αρχή να υπολογίσει τυχόν ύπαρξη ανακρίβειας, με βάση έμμεσες αποδείξεις και «τεκμήρια». Τούτο, κατά το δικαστήριο, δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που υπαγορεύεται από τη φύση και τον τρόπο εκτίμησή των αποδεικτικών στοιχείων. Και τέτοια στοιχεία έμμεσης απόδειξης (ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος) μπορούν να θεωρηθούν ο τραπέζιά λογαριασμοί του φορολογούμενου, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έμβασμα στο εξωτερικό, εφόσον περιλαμβάνει μεγάλο ποσό το οποίο δεν καλύπτεται από τα νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα από φόρο εισοδήματα που έχει δηλώσει.
Πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ